- μικροφιλότιμος
- -η, -ο (Α μικροφιλότιμος, -ον)αυτός που αγαπά και επιδιώκει ασήμαντες διακρίσεις, που είναι κενόδοξος, ματαιόδοξος ή ξυπασμένοςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το μικροφιλότιμοτο να θίγεται το φιλότιμο κάποιου με ασήμαντες αφορμές, η ευθιξία για πράγματα ασήμαντα.
Dictionary of Greek. 2013.